Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μέδομαι
μέδω
μέζεα
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθαρμόζω
μεθεκτέος
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέπω
μεθημερινός
μεθημέριος
μεθημοσύνη
μεθήμων
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
μεθίδρυσις
μεθιδρύω
μεθίημι
μεθίστημι
View word page
μεθημερινός
μεθημερινός μεθ-ημερῐνός, ή, όν ἡμέρα happening by day, in open day, Xen., Dem.

ShortDef

happening by day, in open day

Debugging

Headword:
μεθημερινός
Headword (normalized):
μεθημερινός
Headword (normalized/stripped):
μεθημερινος
IDX:
20484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20505
Key:
meqhmerino/s

Data

{'content': 'μεθημερινός\n μεθ-ημερῐνός, ή, όν\n ἡμέρα\n happening by day, in open day, Xen., Dem.', 'key': 'meqhmerino/s'}