Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεγιστόπολις
μεδέων
μέδιμνος
μέδομαι
μέδω
μέζεα
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθαρμόζω
μεθεκτέος
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέπω
μεθημερινός
μεθημέριος
μεθημοσύνη
μεθήμων
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
μεθίδρυσις
View word page
μεθέλκω
μεθέλκω to draw to the other side, ἡνίας Anth.

ShortDef

to draw to the other side

Debugging

Headword:
μεθέλκω
Headword (normalized):
μεθέλκω
Headword (normalized/stripped):
μεθελκω
IDX:
20481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20502
Key:
meqe/lkw

Data

{'content': 'μεθέλκω\n to draw to the other side, ἡνίας Anth.', 'key': 'meqe/lkw'}