Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεγιστᾶνες
μεγιστόπολις
μεδέων
μέδιμνος
μέδομαι
μέδω
μέζεα
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθαρμόζω
μεθεκτέος
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέπω
μεθημερινός
μεθημέριος
μεθημοσύνη
μεθήμων
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
View word page
μεθεκτέος
μεθεκτέος μεθεκτέος, ον verb. adj. of μετέχω one must have a share of, τινός Thuc.

ShortDef

one must have a share of

Debugging

Headword:
μεθεκτέος
Headword (normalized):
μεθεκτέος
Headword (normalized/stripped):
μεθεκτεος
IDX:
20480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20501
Key:
meqekte/os

Data

{'content': 'μεθεκτέος\n μεθεκτέος, ον\n verb. adj. of μετέχω\n one must have a share of, τινός Thuc.', 'key': 'meqekte/os'}