Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεγήρατος
μεγιστᾶνες
μεγιστόπολις
μεδέων
μέδιμνος
μέδομαι
μέδω
μέζεα
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθαρμόζω
μεθεκτέος
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέπω
μεθημερινός
μεθημέριος
μεθημοσύνη
μεθήμων
μέθη
μεθήκω
View word page
μεθαρμόζω
μεθαρμόζω late Attic -όττω fut. όσω to dispose differently, to correct, Soph.:—Mid., aor1 μεθηρμοσάμην, with perf. pass. -ήρμοσμαι, to dispose for oneself, μεθάρμοσαι νέους τρόπους adopt new habits, Aesch.; μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον Eur.

ShortDef

to dispose differently, to correct

Debugging

Headword:
μεθαρμόζω
Headword (normalized):
μεθαρμόζω
Headword (normalized/stripped):
μεθαρμοζω
IDX:
20479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20500
Key:
meqarmo/zw

Data

{'content': 'μεθαρμόζω\n late Attic -όττω\n fut. όσω\n to dispose differently, to correct, Soph.:—Mid., aor1 μεθηρμοσάμην, with perf. pass. -ήρμοσμαι, to dispose for oneself, μεθάρμοσαι νέους τρόπους adopt new habits, Aesch.; μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον Eur.', 'key': 'meqarmo/zw'}