μεθαρμόζω
μεθαρμόζω
late Attic -όττω
fut. όσω
to dispose differently, to correct, Soph.:—Mid., aor1 μεθηρμοσάμην, with perf. pass. -ήρμοσμαι, to dispose for oneself, μεθάρμοσαι νέους τρόπους adopt new habits, Aesch.; μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον Eur.