Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμφισβητέω
ἀμφισβήτημα
ἀμφισβητήσιμος
ἀμφισβήτησις
ἀμφισβήτητος
ἀμφίς
ἀμφιστέλλομαι
ἀμφιστεφανόομαι
ἀμφίστημι
ἀμφίστομος
ἀμφιστρατάομαι
ἀμφιστρεφής
ἀμφιστρόγγυλος
ἀμφιτανύω
ἀμφιτειχής
ἀμφιτέμνω
ἀμφιτίθημι
ἀμφιτινάσσω
ἀμφιτιττυβίζω
ἀμφιτόμος
ἀμφίτορνος
View word page
ἀμφιστρατάομαι
ἀμφιστρατάομαι Dep. to beleaguer, besiege, Epic pl. impf. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Il.

ShortDef

to beleaguer, besiege

Debugging

Headword:
ἀμφιστρατάομαι
Headword (normalized):
ἀμφιστρατάομαι
Headword (normalized/stripped):
αμφιστραταομαι
IDX:
2050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2050
Key:
a)mfistrata/omai

Data

{'content': 'ἀμφιστρατάομαι\n Dep. to beleaguer, besiege, Epic pl. impf. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Il.', 'key': 'a)mfistrata/omai'}