ἀμφιστρατάομαι
ἀμφιστρατάομαι
Dep. to beleaguer, besiege, Epic pl. impf. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Il.
{
"content": "ἀμφιστρατάομαι\n Dep. to beleaguer, besiege, Epic pl. impf. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Il.",
"key": "a)mfistrata/omai"
}