Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μέγεθος
μεγήρατος
μεγιστᾶνες
μεγιστόπολις
μεδέων
μέδιμνος
μέδομαι
μέδω
μέζεα
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθαρμόζω
μεθεκτέος
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέπω
μεθημερινός
μεθημέριος
μεθημοσύνη
μεθήμων
μέθη
View word page
μεθάλλομαι
μεθάλλομαι Dep., syncop. aor2 part. μετάλμενος to leap or rush upon, c. dat., Il. to rush after, in a race, Il.

ShortDef

to leap

Debugging

Headword:
μεθάλλομαι
Headword (normalized):
μεθάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
μεθαλλομαι
IDX:
20478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20499
Key:
meqa/llomai

Data

{'content': 'μεθάλλομαι\n Dep., syncop. aor2 part. μετάλμενος\n to leap or rush upon, c. dat., Il.\n to rush after, in a race, Il.', 'key': 'meqa/llomai'}