Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεγασθενής
μέγας
μεγαυχής
μέγεθος
μεγήρατος
μεγιστᾶνες
μεγιστόπολις
μεδέων
μέδιμνος
μέδομαι
μέδω
μέζεα
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθαρμόζω
μεθεκτέος
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέπω
μεθημερινός
μεθημέριος
View word page
μέδω
μέδω only in pres., and mostly in participial Subst. μέδων, οντος, ὁ, like μεδέων, μεδέουσα a guardian, lord, Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες leaders and guardians of the Argives, Hom.; μέδων ἁλός lord of the sea, Od.; of Bacchus, ὃ μέδεις Δηοῦς ἐν κόλποις Soph.

ShortDef

to protect, rule over

Debugging

Headword:
μέδω
Headword (normalized):
μέδω
Headword (normalized/stripped):
μεδω
IDX:
20475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20496
Key:
me/dw

Data

{'content': 'μέδω\n only in pres., and mostly in participial Subst. μέδων, οντος, ὁ, like μεδέων, μεδέουσα\n a guardian, lord, Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες leaders and guardians of the Argives, Hom.; μέδων ἁλός lord of the sea, Od.; of Bacchus, ὃ μέδεις Δηοῦς ἐν κόλποις Soph.', 'key': 'me/dw'}