Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μέγαρον
μεγασθενής
μέγας
μεγαυχής
μέγεθος
μεγήρατος
μεγιστᾶνες
μεγιστόπολις
μεδέων
μέδιμνος
μέδομαι
μέδω
μέζεα
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθαρμόζω
μεθεκτέος
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέπω
μεθημερινός
View word page
μέδομαι
μέδομαι to provide for, think on, be mindful of, bethink one of, c. gen., πολέμοιο μεδέσθω Il.; ὡς δείπνοιο μέδηται Od., etc. to plan, contrive, devise something for one, κακὰ Τρώεσσι μέδεσθαι Il.

ShortDef

to provide for, think on, be mindful of, bethink one of

Debugging

Headword:
μέδομαι
Headword (normalized):
μέδομαι
Headword (normalized/stripped):
μεδομαι
IDX:
20474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20495
Key:
me/domai

Data

{'content': 'μέδομαι\n to provide for, think on, be mindful of, bethink one of, c. gen., πολέμοιο μεδέσθω Il.; ὡς δείπνοιο μέδηται Od., etc.\n to plan, contrive, devise something for one, κακὰ Τρώεσσι μέδεσθαι Il.', 'key': 'me/domai'}