Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Μεγαροῖ
μέγαρόνδε
μέγαρον
μεγασθενής
μέγας
μεγαυχής
μέγεθος
μεγήρατος
μεγιστᾶνες
μεγιστόπολις
μεδέων
μέδιμνος
μέδομαι
μέδω
μέζεα
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθαρμόζω
μεθεκτέος
μεθέλκω
μέθεξις
View word page
μεδέων
μεδέων μεδέων, οντος, like μέδων (v. μέδω), participial Subst., a guardian, Ζεὺς Ἴδηθεν μεδέων guardian of Ida, Il.; δελφίνων μ., of Poseidon, Ar. fem. μεδέουσα, of Aphrodite, Hhymn.; of Mnemosyne, Hes., etc.
ShortDef
a guardian
Debugging
Headword:
μεδέων
Headword (normalized):
μεδέων
Headword (normalized/stripped):
μεδεων
IDX:
20472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20493
Key:
mede/wn
Data
{'content': 'μεδέων\n μεδέων, οντος,\n like μέδων (v. μέδω), participial Subst.,\n a guardian, Ζεὺς Ἴδηθεν μεδέων guardian of Ida, Il.; δελφίνων μ., of Poseidon, Ar.\n fem. μεδέουσα, of Aphrodite, Hhymn.; of Mnemosyne, Hes., etc.', 'key': 'mede/wn'}