Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Μεγαρίζω
Μεγαρικός
Μεγαρόθεν
Μεγαροῖ
μέγαρόνδε
μέγαρον
μεγασθενής
μέγας
μεγαυχής
μέγεθος
μεγήρατος
μεγιστᾶνες
μεγιστόπολις
μεδέων
μέδιμνος
μέδομαι
μέδω
μέζεα
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθαρμόζω
View word page
μεγήρατος
μεγήρατος μεγ-ήρᾰτος, ον ἐρατός passing lovely, Hes.
ShortDef
passing lovely (see LSJ μεγήριτος)
Debugging
Headword:
μεγήρατος
Headword (normalized):
μεγήρατος
Headword (normalized/stripped):
μεγηρατος
IDX:
20469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20490
Key:
megh/ratos
Data
{'content': 'μεγήρατος\n μεγ-ήρᾰτος, ον\n ἐρατός\n passing lovely, Hes.', 'key': 'megh/ratos'}