Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Μέγαρα
Μεγαρεύς
Μεγαρίζω
Μεγαρικός
Μεγαρόθεν
Μεγαροῖ
μέγαρόνδε
μέγαρον
μεγασθενής
μέγας
μεγαυχής
μέγεθος
μεγήρατος
μεγιστᾶνες
μεγιστόπολις
μεδέων
μέδιμνος
μέδομαι
μέδω
μέζεα
μεθαιρέω
View word page
μεγαυχής
μεγαυχής μεγ-αυχής, ές = μεγάλαυχος, Pind., Aesch.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγαυχής
Headword (normalized):
μεγαυχής
Headword (normalized/stripped):
μεγαυχης
IDX:
20467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20488
Key:
megauxh/s

Data

{'content': 'μεγαυχής\n μεγ-αυχής, ές\n = μεγάλαυχος, Pind., Aesch.', 'key': 'megauxh/s'}