Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεγαλύνω
μεγαλώνυμος
μεγάλως
μεγαλωστί
μεγαλωσύνη
μεγάνωρ
Μέγαράδε
Μέγαρα
Μεγαρεύς
Μεγαρίζω
Μεγαρικός
Μεγαρόθεν
Μεγαροῖ
μέγαρόνδε
μέγαρον
μεγασθενής
μέγας
μεγαυχής
μέγεθος
μεγήρατος
μεγιστᾶνες
View word page
Μεγαρικός
Μεγαρικός Μεγᾰρικός, ή, όν Megarian, Ar., etc.:—fem. Μεγαρίς (sc. γῆ) , the Megarian territory, Megarid, Thuc.

ShortDef

Megarian

Debugging

Headword:
Μεγαρικός
Headword (normalized):
μεγαρικός
Headword (normalized/stripped):
μεγαρικος
IDX:
20460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20481
Key:
*megariko/s

Data

{'content': 'Μεγαρικός\n Μεγᾰρικός, ή, όν\n Megarian, Ar., etc.:—fem. Μεγαρίς (sc. γῆ) , the Megarian territory, Megarid, Thuc.', 'key': '*megariko/s'}