Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγαλώνυμος
μεγάλως
μεγαλωστί
μεγαλωσύνη
μεγάνωρ
Μέγαράδε
Μέγαρα
Μεγαρεύς
Μεγαρίζω
Μεγαρικός
Μεγαρόθεν
Μεγαροῖ
μέγαρόνδε
μέγαρον
μεγασθενής
μέγας
μεγαυχής
μέγεθος
μεγήρατος
View word page
Μεγαρίζω
Μεγαρίζω from Μεγᾰρεύς Μεγᾰρίζω, fut. ιῶ, to side with the Megarians or speak their dialect, Ar.
ShortDef
to side with the Megarians
Debugging
Headword:
Μεγαρίζω
Headword (normalized):
μεγαρίζω
Headword (normalized/stripped):
μεγαριζω
IDX:
20459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20480
Key:
*megari/zw
Data
{'content': 'Μεγαρίζω\n from Μεγᾰρεύς\n Μεγᾰρίζω,\n fut. ιῶ, to side with the Megarians or speak their dialect, Ar.', 'key': '*megari/zw'}