Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεγαλόφρων
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγαλώνυμος
μεγάλως
μεγαλωστί
μεγαλωσύνη
μεγάνωρ
Μέγαράδε
Μέγαρα
Μεγαρεύς
Μεγαρίζω
Μεγαρικός
Μεγαρόθεν
Μεγαροῖ
μέγαρόνδε
μέγαρον
μεγασθενής
View word page
μεγάνωρ
μεγάνωρ μεγ-ά_νωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἀνήρ man-exalting, Pind.

ShortDef

man-exalting

Debugging

Headword:
μεγάνωρ
Headword (normalized):
μεγάνωρ
Headword (normalized/stripped):
μεγανωρ
IDX:
20455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20476
Key:
mega/nwr

Data

{'content': 'μεγάνωρ\n μεγ-ά_νωρ, ορος, ὁ, ἡ,\n ἀνήρ\n man-exalting, Pind.', 'key': 'mega/nwr'}