Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγαλώνυμος
μεγάλως
μεγαλωστί
μεγαλωσύνη
μεγάνωρ
Μέγαράδε
Μέγαρα
Μεγαρεύς
Μεγαρίζω
Μεγαρικός
Μεγαρόθεν
Μεγαροῖ
μέγαρόνδε
μέγαρον
View word page
μεγαλωσύνη
μεγαλωσύνη μεγᾰλωσύνη, ἡ, μέγας greatness, majesty, NTest.

ShortDef

greatness, majesty

Debugging

Headword:
μεγαλωσύνη
Headword (normalized):
μεγαλωσύνη
Headword (normalized/stripped):
μεγαλωσυνη
IDX:
20454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20475
Key:
megalwsu/nh

Data

{'content': 'μεγαλωσύνη\n μεγᾰλωσύνη, ἡ,\n μέγας\n greatness, majesty, NTest.', 'key': 'megalwsu/nh'}