Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγαλώνυμος
μεγάλως
μεγαλωστί
μεγαλωσύνη
μεγάνωρ
Μέγαράδε
Μέγαρα
Μεγαρεύς
Μεγαρίζω
Μεγαρικός
Μεγαρόθεν
Μεγαροῖ
μέγαρόνδε
View word page
μεγαλωστί
μεγαλωστί Epic and Ionic adv. of μέγας, far and wide, over a vast space, Hom. = μεγάλως, Hdt. 2. also = μεγαλοπρεπῶς, Hdt.
ShortDef
far and wide, over a vast space
Debugging
Headword:
μεγαλωστί
Headword (normalized):
μεγαλωστί
Headword (normalized/stripped):
μεγαλωστι
IDX:
20453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20474
Key:
megalwsti/
Data
{'content': 'μεγαλωστί\n Epic and Ionic adv. of μέγας,\n far and wide, over a vast space, Hom.\n = μεγάλως, Hdt. 2. also = μεγαλοπρεπῶς, Hdt.', 'key': 'megalwsti/'}