Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεγαλότολμος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγαλώνυμος
μεγάλως
μεγαλωστί
μεγαλωσύνη
μεγάνωρ
Μέγαράδε
Μέγαρα
Μεγαρεύς
Μεγαρίζω
Μεγαρικός
Μεγαρόθεν
Μεγαροῖ
View word page
μεγάλως
μεγάλως adverb of μέγας, v. μέγας B.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεγάλως
Headword (normalized):
μεγάλως
Headword (normalized/stripped):
μεγαλως
IDX:
20452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20473
Key:
mega/lws
Data
{'content': 'μεγάλως\n adverb of μέγας, v. μέγας B.', 'key': 'mega/lws'}