Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεγαλοσχήμων
μεγαλότολμος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγαλώνυμος
μεγάλως
μεγαλωστί
μεγαλωσύνη
μεγάνωρ
Μέγαράδε
Μέγαρα
Μεγαρεύς
Μεγαρίζω
Μεγαρικός
Μεγαρόθεν
View word page
μεγαλώνυμος
μεγαλώνυμος μεγᾰλ-ώνῠμος, ον ὄνομα with a great name, giving glory, Soph., Ar.

ShortDef

with a great name, giving glory

Debugging

Headword:
μεγαλώνυμος
Headword (normalized):
μεγαλώνυμος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλωνυμος
IDX:
20451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20472
Key:
megalw/numos

Data

{'content': 'μεγαλώνυμος\n μεγᾰλ-ώνῠμος, ον\n ὄνομα\n with a great name, giving glory, Soph., Ar.', 'key': 'megalw/numos'}