Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόστονος
μεγαλοσχήμων
μεγαλότολμος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγαλώνυμος
μεγάλως
μεγαλωστί
μεγαλωσύνη
μεγάνωρ
Μέγαράδε
Μέγαρα
Μεγαρεύς
Μεγαρίζω
View word page
μεγαλόψυχος
μεγαλόψυχος μεγᾰλό-ψῡχος, ον ψυχή high-souled, magnanimous, Dem.:—adv. -χως, Dem.

ShortDef

high-souled, magnanimous

Debugging

Headword:
μεγαλόψυχος
Headword (normalized):
μεγαλόψυχος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοψυχος
IDX:
20449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20470
Key:
megalo/yuxos

Data

{'content': 'μεγαλόψυχος\n μεγᾰλό-ψῡχος, ον\n ψυχή\n high-souled, magnanimous, Dem.:—adv. -χως, Dem.', 'key': 'megalo/yuxos'}