Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεγαλοπρεπής
μεγαλοσθενής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόστονος
μεγαλοσχήμων
μεγαλότολμος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγαλώνυμος
μεγάλως
μεγαλωστί
μεγαλωσύνη
μεγάνωρ
Μέγαράδε
Μέγαρα
View word page
μεγαλόφωνος
μεγαλόφωνος μεγᾰλό-φωνος, ον φωνή loud-voiced, Dem.

ShortDef

loud-voiced

Debugging

Headword:
μεγαλόφωνος
Headword (normalized):
μεγαλόφωνος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοφωνος
IDX:
20447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20468
Key:
megalo/fwnos

Data

{'content': 'μεγαλόφωνος\n μεγᾰλό-φωνος, ον\n φωνή\n loud-voiced, Dem.', 'key': 'megalo/fwnos'}