Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεγαλόπολις
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοσθενής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόστονος
μεγαλοσχήμων
μεγαλότολμος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγαλώνυμος
μεγάλως
μεγαλωστί
View word page
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφρονέω μεγᾰλοφρονέω, to be high-minded, μ. ἐφʼ ἑαυτῷ to be confident in oneself, Xen.:—Mid., in bad sense, to be arrogant, Plat. from μεγαλόφρων
ShortDef
to be high-minded
Debugging
Headword:
μεγαλοφρονέω
Headword (normalized):
μεγαλοφρονέω
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοφρονεω
IDX:
20443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20464
Key:
megalofrone/w
Data
{'content': 'μεγαλοφρονέω\n μεγᾰλοφρονέω,\n to be high-minded, μ. ἐφʼ ἑαυτῷ to be confident in oneself, Xen.:—Mid., in bad sense, to be arrogant, Plat.\n from μεγαλόφρων', 'key': 'megalofrone/w'}