Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεγαλόνοος
μεγαλόπολις
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοσθενής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόστονος
μεγαλοσχήμων
μεγαλότολμος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγαλώνυμος
μεγάλως
View word page
μεγαλότολμος
μεγαλότολμος μεγᾰλό-τολμος, ον τόλμα greatly adventurous, Luc.
ShortDef
greatly adventurous
Debugging
Headword:
μεγαλότολμος
Headword (normalized):
μεγαλότολμος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοτολμος
IDX:
20442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20463
Key:
megalo/tolmos
Data
{'content': 'μεγαλότολμος\n μεγᾰλό-τολμος, ον\n τόλμα\n greatly adventurous, Luc.', 'key': 'megalo/tolmos'}