Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεγαλόνοια
μεγαλόνοος
μεγαλόπολις
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοσθενής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόστονος
μεγαλοσχήμων
μεγαλότολμος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγαλώνυμος
View word page
μεγαλοσχήμων
μεγαλοσχήμων μεγᾰλο-σχήμων, ον, σχῆμα magnificent, Aesch.
ShortDef
magnificent
Debugging
Headword:
μεγαλοσχήμων
Headword (normalized):
μεγαλοσχήμων
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοσχημων
IDX:
20441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20462
Key:
megalosxh/mwn
Data
{'content': 'μεγαλοσχήμων\n μεγᾰλο-σχήμων, ον,\n σχῆμα\n magnificent, Aesch.', 'key': 'megalosxh/mwn'}