Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεγαλόμισθος
μεγαλόνοια
μεγαλόνοος
μεγαλόπολις
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοσθενής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόστονος
μεγαλοσχήμων
μεγαλότολμος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
View word page
μεγαλόστονος
μεγαλόστονος μεγᾰλό-στονος, ον very lamentable, most piteous, Aesch.
ShortDef
very lamentable, most piteous
Debugging
Headword:
μεγαλόστονος
Headword (normalized):
μεγαλόστονος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοστονος
IDX:
20440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20461
Key:
megalo/stonos
Data
{'content': 'μεγαλόστονος\n μεγᾰλό-στονος, ον\n very lamentable, most piteous, Aesch.', 'key': 'megalo/stonos'}