Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεγαλοκίνδυνος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλοκρατής
μεγαλόμητις
μεγαλόμισθος
μεγαλόνοια
μεγαλόνοος
μεγαλόπολις
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοσθενής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόστονος
μεγαλοσχήμων
μεγαλότολμος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφωνία
View word page
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρέπεια μεγᾰλοπρέπεια, Ionic -είη, ἡ, the character of a μεγαλοπρεπής, magnificence, Hdt., Plat.

ShortDef

magnificence, elevation

Debugging

Headword:
μεγαλοπρέπεια
Headword (normalized):
μεγαλοπρέπεια
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοπρεπεια
IDX:
20436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20457
Key:
megalopre/peia

Data

{'content': 'μεγαλοπρέπεια\n μεγᾰλοπρέπεια, Ionic -είη, ἡ,\n the character of a μεγαλοπρεπής, magnificence, Hdt., Plat.', 'key': 'megalopre/peia'}