Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεγάλοιτος
μεγαλοκευθής
μεγαλοκίνδυνος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλοκρατής
μεγαλόμητις
μεγαλόμισθος
μεγαλόνοια
μεγαλόνοος
μεγαλόπολις
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοσθενής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόστονος
μεγαλοσχήμων
μεγαλότολμος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
View word page
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπραγμοσύνη μεγᾰλοπραγμοσύνη, ἡ, the disposition to do great things, magnificence, Plut. from μεγᾰλοπράγμων

ShortDef

the disposition to do great things, magnificence

Debugging

Headword:
μεγαλοπραγμοσύνη
Headword (normalized):
μεγαλοπραγμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοπραγμοσυνη
IDX:
20434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20455
Key:
megalopragmosu/nh

Data

{'content': 'μεγαλοπραγμοσύνη\n μεγᾰλοπραγμοσύνη, ἡ,\n the disposition to do great things, magnificence, Plut.\n from μεγᾰλοπράγμων', 'key': 'megalopragmosu/nh'}