Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεγαλόθυμος
μεγάλοιτος
μεγαλοκευθής
μεγαλοκίνδυνος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλοκρατής
μεγαλόμητις
μεγαλόμισθος
μεγαλόνοια
μεγαλόνοος
μεγαλόπολις
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοσθενής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόστονος
μεγαλοσχήμων
μεγαλότολμος
μεγαλοφρονέω
View word page
μεγαλόπολις
μεγαλόπολις epith. of great cities, αἱ μεγαλοπτόλιες Ἀθᾶναι Athens that mighty city, Pind.; ἁ μ. Τροία Eur.

ShortDef

(adj.) mighty city, (n.) capital, major city

Debugging

Headword:
μεγαλόπολις
Headword (normalized):
μεγαλόπολις
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοπολις
IDX:
20433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20454
Key:
megalo/polis

Data

{'content': 'μεγαλόπολις\n epith. of great cities, αἱ μεγαλοπτόλιες Ἀθᾶναι Athens that mighty city, Pind.; ἁ μ. Τροία Eur.', 'key': 'megalo/polis'}