Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεγαλοεργός
μεγαλόθυμος
μεγάλοιτος
μεγαλοκευθής
μεγαλοκίνδυνος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλοκρατής
μεγαλόμητις
μεγαλόμισθος
μεγαλόνοια
μεγαλόνοος
μεγαλόπολις
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοσθενής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόστονος
μεγαλοσχήμων
μεγαλότολμος
View word page
μεγαλόνοος
μεγαλόνοος μεγᾰλό-νους, ουν great-minded, Luc.
ShortDef
great-minded, magnanimous
Debugging
Headword:
μεγαλόνοος
Headword (normalized):
μεγαλόνοος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλονοος
IDX:
20432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20453
Key:
megalo/nous
Data
{'content': 'μεγαλόνοος\n μεγᾰλό-νους, ουν\n great-minded, Luc.', 'key': 'megalo/nous'}