Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεγαλοεργής
μεγαλοεργία
μεγαλοεργός
μεγαλόθυμος
μεγάλοιτος
μεγαλοκευθής
μεγαλοκίνδυνος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλοκρατής
μεγαλόμητις
μεγαλόμισθος
μεγαλόνοια
μεγαλόνοος
μεγαλόπολις
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοσθενής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόστονος
View word page
μεγαλόμισθος
μεγαλόμισθος μεγᾰλό-μισθος, ον receiving high pay, Luc.
ShortDef
receiving high pay
Debugging
Headword:
μεγαλόμισθος
Headword (normalized):
μεγαλόμισθος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλομισθος
IDX:
20430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20451
Key:
megalo/misqos
Data
{'content': 'μεγαλόμισθος\n μεγᾰλό-μισθος, ον\n receiving high pay, Luc.', 'key': 'megalo/misqos'}