Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεγαλόδοξος
μεγαλοδωρία
μεγαλόδωρος
μεγαλοεργής
μεγαλοεργία
μεγαλοεργός
μεγαλόθυμος
μεγάλοιτος
μεγαλοκευθής
μεγαλοκίνδυνος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλοκρατής
μεγαλόμητις
μεγαλόμισθος
μεγαλόνοια
μεγαλόνοος
μεγαλόπολις
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
View word page
μεγαλοκόρυφος
μεγαλοκόρυφος μεγᾰλοκόρῠφος, ον with lofty summits, ap. Arist.

ShortDef

with lofty summits

Debugging

Headword:
μεγαλοκόρυφος
Headword (normalized):
μεγαλοκόρυφος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοκορυφος
IDX:
20427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20448
Key:
megaloko/rufos

Data

{'content': 'μεγαλοκόρυφος\n μεγᾰλοκόρῠφος, ον\n with lofty summits, ap. Arist.', 'key': 'megaloko/rufos'}