Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγαλκής
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλόδενδρος
μεγαλόδοξος
μεγαλοδωρία
μεγαλόδωρος
μεγαλοεργής
μεγαλοεργία
μεγαλοεργός
μεγαλόθυμος
μεγάλοιτος
μεγαλοκευθής
μεγαλοκίνδυνος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλοκρατής
μεγαλόμητις
μεγαλόμισθος
μεγαλόνοια
View word page
μεγαλοεργία
μεγαλοεργία from μεγᾰλοεργής μεγᾰλοεργία, ἡ, magnificence, Luc.

ShortDef

magnificence

Debugging

Headword:
μεγαλοεργία
Headword (normalized):
μεγαλοεργία
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοεργια
IDX:
20421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20442
Key:
megaloergi/a

Data

{'content': 'μεγαλοεργία\n from μεγᾰλοεργής\n μεγᾰλοεργία, ἡ,\n magnificence, Luc.', 'key': 'megaloergi/a'}