Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγαλκής
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλόδενδρος
μεγαλόδοξος
μεγαλοδωρία
μεγαλόδωρος
μεγαλοεργής
μεγαλοεργία
μεγαλοεργός
μεγαλόθυμος
μεγάλοιτος
μεγαλοκευθής
μεγαλοκίνδυνος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλοκρατής
μεγαλόμητις
μεγαλόμισθος
View word page
μεγαλοεργής
μεγαλοεργής ἔργω performing great deeds, magnificent, Luc.

ShortDef

performing great deeds, magnificent

Debugging

Headword:
μεγαλοεργής
Headword (normalized):
μεγαλοεργής
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοεργης
IDX:
20420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20441
Key:
megaloergh/s

Data

{'content': 'μεγαλοεργής\n ἔργω\n performing great deeds, magnificent, Luc.', 'key': 'megaloergh/s'}