Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγαλκής
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλόδενδρος
μεγαλόδοξος
μεγαλοδωρία
μεγαλόδωρος
μεγαλοεργής
μεγαλοεργία
μεγαλοεργός
μεγαλόθυμος
μεγάλοιτος
μεγαλοκευθής
μεγαλοκίνδυνος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλοκρατής
μεγαλόμητις
View word page
μεγαλόδωρος
μεγαλόδωρος μεγᾰλό-δωρος, ον δῶρον making great presents, munificent, Ar.
ShortDef
making great presents, munificent
Debugging
Headword:
μεγαλόδωρος
Headword (normalized):
μεγαλόδωρος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοδωρος
IDX:
20419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20440
Key:
megalo/dwros
Data
{'content': 'μεγαλόδωρος\n μεγᾰλό-δωρος, ον\n δῶρον\n making great presents, munificent, Ar.', 'key': 'megalo/dwros'}