Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαληγορέω
μεγαληγορία
μεγαλήγορος
μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγαλκής
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλόδενδρος
μεγαλόδοξος
μεγαλοδωρία
μεγαλόδωρος
μεγαλοεργής
μεγαλοεργία
μεγαλοεργός
μεγαλόθυμος
μεγάλοιτος
View word page
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνωμοσύνη μεγᾰλογνωμοσύνη, ἡ, high-mindedness, Xen. from μεγᾰλογνώμων

ShortDef

high-mindedness

Debugging

Headword:
μεγαλογνωμοσύνη
Headword (normalized):
μεγαλογνωμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μεγαλογνωμοσυνη
IDX:
20414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20435
Key:
megalognwmosu/nh

Data

{'content': 'μεγαλογνωμοσύνη\n μεγᾰλογνωμοσύνη, ἡ,\n high-mindedness, Xen.\n from μεγᾰλογνώμων', 'key': 'megalognwmosu/nh'}