Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεγαλαυχία
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαληγορέω
μεγαληγορία
μεγαλήγορος
μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγαλκής
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλόδενδρος
μεγαλόδοξος
μεγαλοδωρία
μεγαλόδωρος
μεγαλοεργής
μεγαλοεργία
μεγαλοεργός
View word page
μεγαλίζομαι
μεγαλίζομαι μεγᾰλίζομαι, Pass. to be exalted, to bear oneself proudly, Hom. only in pres.

ShortDef

to be exalted, to bear oneself proudly

Debugging

Headword:
μεγαλίζομαι
Headword (normalized):
μεγαλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
μεγαλιζομαι
IDX:
20412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20433
Key:
megali/zomai

Data

{'content': 'μεγαλίζομαι\n μεγᾰλίζομαι,\n Pass. to be exalted, to bear oneself proudly, Hom.\n only in pres.', 'key': 'megali/zomai'}