Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεγαλαλκής
μεγαλαυχέω
μεγαλαυχία
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαληγορέω
μεγαληγορία
μεγαλήγορος
μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγαλκής
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλόδενδρος
μεγαλόδοξος
μεγαλοδωρία
μεγαλόδωρος
μεγαλοεργής
View word page
μεγαλήνωρ
μεγαλήνωρ μεγᾰλ-ήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἀνήρ very manly, heroic: self-confident, haughty, Pind.

ShortDef

very manly, heroic: self-confident, haughty

Debugging

Headword:
μεγαλήνωρ
Headword (normalized):
μεγαλήνωρ
Headword (normalized/stripped):
μεγαληνωρ
IDX:
20410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20431
Key:
megalh/nwr

Data

{'content': 'μεγαλήνωρ\n μεγᾰλ-ήνωρ, ορος, ὁ, ἡ,\n ἀνήρ\n very manly, heroic: self-confident, haughty, Pind.', 'key': 'megalh/nwr'}