Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεγαλάδικος
μεγαλαλκής
μεγαλαυχέω
μεγαλαυχία
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαληγορέω
μεγαληγορία
μεγαλήγορος
μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγαλκής
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλόδενδρος
μεγαλόδοξος
μεγαλοδωρία
μεγαλόδωρος
View word page
μεγαληνορία
μεγαληνορία μεγᾰληνορία, ἡ, great manliness, proud self-confidence, haughtiness, Pind., Eur. from μεγᾰλήνωρ
ShortDef
great manliness, proud self-confidence, haughtiness
Debugging
Headword:
μεγαληνορία
Headword (normalized):
μεγαληνορία
Headword (normalized/stripped):
μεγαληνορια
IDX:
20409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20430
Key:
megalhnori/a
Data
{'content': 'μεγαληνορία\n μεγᾰληνορία, ἡ,\n great manliness, proud self-confidence, haughtiness, Pind., Eur.\n from μεγᾰλήνωρ', 'key': 'megalhnori/a'}