Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγακλεής
μεγαλάδικος
μεγαλαλκής
μεγαλαυχέω
μεγαλαυχία
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαληγορέω
μεγαληγορία
μεγαλήγορος
μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγαλκής
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλόδενδρος
View word page
μεγαληγορέω
μεγαληγορέω μεγᾰληγορέω, fut. -ήσω from μεγᾰλήγορος to talk big, boast, Xen.
ShortDef
to talk big, boast
Debugging
Headword:
μεγαληγορέω
Headword (normalized):
μεγαληγορέω
Headword (normalized/stripped):
μεγαληγορεω
IDX:
20406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20427
Key:
megalhgore/w
Data
{'content': 'μεγαληγορέω\n μεγᾰληγορέω,\n fut. -ήσω\n from μεγᾰλήγορος\n to talk big, boast, Xen.', 'key': 'megalhgore/w'}