Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεγάθυμος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγακλεής
μεγαλάδικος
μεγαλαλκής
μεγαλαυχέω
μεγαλαυχία
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαληγορέω
μεγαληγορία
μεγαλήγορος
μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγαλκής
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
View word page
μεγαλειότης
μεγαλειότης μεγᾰλειότης, ητος, ἡ, majesty, NTest.

ShortDef

majesty

Debugging

Headword:
μεγαλειότης
Headword (normalized):
μεγαλειότης
Headword (normalized/stripped):
μεγαλειοτης
IDX:
20405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20426
Key:
megaleio/ths

Data

{'content': 'μεγαλειότης\n μεγᾰλειότης, ητος, ἡ,\n majesty, NTest.', 'key': 'megaleio/ths'}