Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεγαθαρσής
μέγαθος
μεγάθυμος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγακλεής
μεγαλάδικος
μεγαλαλκής
μεγαλαυχέω
μεγαλαυχία
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαληγορέω
μεγαληγορία
μεγαλήγορος
μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγαλκής
View word page
μεγάλαυχος
μεγάλαυχος μεγάλ-αυχος, ον αὐχέω greatly boasting, very glorious, Pind., Aesch., etc.
ShortDef
greatly boasting, very glorious
Debugging
Headword:
μεγάλαυχος
Headword (normalized):
μεγάλαυχος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλαυχος
IDX:
20403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20424
Key:
mega/lauxos
Data
{'content': 'μεγάλαυχος\n μεγάλ-αυχος, ον\n αὐχέω\n greatly boasting, very glorious, Pind., Aesch., etc.', 'key': 'mega/lauxos'}