Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μάψ
μαψυλάκας
μεγαθαρσής
μέγαθος
μεγάθυμος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγακλεής
μεγαλάδικος
μεγαλαλκής
μεγαλαυχέω
μεγαλαυχία
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαληγορέω
μεγαληγορία
μεγαλήγορος
μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
View word page
μεγαλαυχέω
μεγαλαυχέω μεγᾰλαυχέω, fut. -ήσω to boast highly, talk big, Aesch.: —Mid. to boast oneself, Plat. from μεγάλαυχος

ShortDef

to boast highly, talk big

Debugging

Headword:
μεγαλαυχέω
Headword (normalized):
μεγαλαυχέω
Headword (normalized/stripped):
μεγαλαυχεω
IDX:
20401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20422
Key:
megalauxe/w

Data

{'content': 'μεγαλαυχέω\n μεγᾰλαυχέω,\n fut. -ήσω\n to boast highly, talk big, Aesch.: —Mid. to boast oneself, Plat.\n from μεγάλαυχος', 'key': 'megalauxe/w'}