Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μαψιτόκος
μάψ
μαψυλάκας
μεγαθαρσής
μέγαθος
μεγάθυμος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγακλεής
μεγαλάδικος
μεγαλαλκής
μεγαλαυχέω
μεγαλαυχία
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαληγορέω
μεγαληγορία
μεγαλήγορος
μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
View word page
μεγαλαλκής
μεγαλαλκής μεγᾰλ-αλκής, ές ἀλκή of great strength, ap. Plut.
ShortDef
of great strength
Debugging
Headword:
μεγαλαλκής
Headword (normalized):
μεγαλαλκής
Headword (normalized/stripped):
μεγαλαλκης
IDX:
20400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20421
Key:
megalalkh/s
Data
{'content': 'μεγαλαλκής\n μεγᾰλ-αλκής, ές\n ἀλκή\n of great strength, ap. Plut.', 'key': 'megalalkh/s'}