Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μαψιλόγος
μαψιτόκος
μάψ
μαψυλάκας
μεγαθαρσής
μέγαθος
μεγάθυμος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγακλεής
μεγαλάδικος
μεγαλαλκής
μεγαλαυχέω
μεγαλαυχία
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαληγορέω
μεγαληγορία
μεγαλήγορος
μεγαληνορία
View word page
μεγαλάδικος
μεγαλάδικος μεγᾰλ-άδῐκος, ον unjust in great matters, Arist.
ShortDef
unjust in great matters
Debugging
Headword:
μεγαλάδικος
Headword (normalized):
μεγαλάδικος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλαδικος
IDX:
20399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20420
Key:
megala/dikos
Data
{'content': 'μεγαλάδικος\n μεγᾰλ-άδῐκος, ον\n unjust in great matters, Arist.', 'key': 'megala/dikos'}