Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μαχλάς
μάχλος
μαχλοσύνη
μάχομαι
μαχομένως
μαψαῦραι
μαψίδιος
μαψιλόγος
μαψιτόκος
μάψ
μαψυλάκας
μεγαθαρσής
μέγαθος
μεγάθυμος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγακλεής
μεγαλάδικος
μεγαλαλκής
μεγαλαυχέω
μεγαλαυχία
View word page
μαψυλάκας
μαψυλάκας ὑλάω, ὑλακή idly barking, i. e. repeating a thing again and again, Pind.
ShortDef
idly barking
Debugging
Headword:
μαψυλάκας
Headword (normalized):
μαψυλάκας
Headword (normalized/stripped):
μαψυλακας
IDX:
20392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20413
Key:
mayula/kas
Data
{'content': 'μαψυλάκας\n ὑλάω, ὑλακή\n idly barking, i. e. repeating a thing again and again, Pind.', 'key': 'mayula/kas'}