Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαχητός
μάχιμος
μαχιμώδης
μαχλάς
μάχλος
μαχλοσύνη
μάχομαι
μαχομένως
μαψαῦραι
μαψίδιος
μαψιλόγος
μαψιτόκος
μάψ
μαψυλάκας
μεγαθαρσής
μέγαθος
μεγάθυμος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγακλεής
μεγαλάδικος
View word page
μαψιλόγος
μαψιλόγος μαψῐ-λόγος, ον λέγω idly talking, μ. οἰωνοί birds whose cries convey no sure omen, Hhymn.

ShortDef

idly talking

Debugging

Headword:
μαψιλόγος
Headword (normalized):
μαψιλόγος
Headword (normalized/stripped):
μαψιλογος
IDX:
20389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20410
Key:
mayilo/gos

Data

{'content': 'μαψιλόγος\n μαψῐ-λόγος, ον\n λέγω\n idly talking, μ. οἰωνοί birds whose cries convey no sure omen, Hhymn.', 'key': 'mayilo/gos'}