Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμφιπονέομαι
ἀμφιποτάομαι
ἀμφιπρόσωπος
ἀμφιπτυχή
ἀμφίπυλος
ἀμφίπυρος
ἀμφίρυτος
ἀμφισαλεύομαι
ἀμφίσβαινα
ἀμφισβητέω
ἀμφισβήτημα
ἀμφισβητήσιμος
ἀμφισβήτησις
ἀμφισβήτητος
ἀμφίς
ἀμφιστέλλομαι
ἀμφιστεφανόομαι
ἀμφίστημι
ἀμφίστομος
ἀμφιστρατάομαι
ἀμφιστρεφής
View word page
ἀμφισβήτημα
ἀμφισβήτημα ἀμφισβητέω a point in dispute, Plat., etc.
ShortDef
a point in dispute
Debugging
Headword:
ἀμφισβήτημα
Headword (normalized):
ἀμφισβήτημα
Headword (normalized/stripped):
αμφισβητημα
IDX:
2041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2041
Key:
a)mfisbh/thma
Data
{'content': 'ἀμφισβήτημα\n ἀμφισβητέω\n a point in dispute, Plat., etc.', 'key': 'a)mfisbh/thma'}