Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαχετέος
μαχήμων
μάχη
μαχητής
μαχητικός
μαχητός
μάχιμος
μαχιμώδης
μαχλάς
μάχλος
μαχλοσύνη
μάχομαι
μαχομένως
μαψαῦραι
μαψίδιος
μαψιλόγος
μαψιτόκος
μάψ
μαψυλάκας
μεγαθαρσής
μέγαθος
View word page
μαχλοσύνη
μαχλοσύνη from μάχλος μαχλοσύνη, ἡ, lewdness, lust, wantonness, Il., Hdt.

ShortDef

lewdness, lust, wantonness

Debugging

Headword:
μαχλοσύνη
Headword (normalized):
μαχλοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μαχλοσυνη
IDX:
20384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20405
Key:
maxlosu/nh

Data

{'content': 'μαχλοσύνη\n from μάχλος\n μαχλοσύνη, ἡ,\n lewdness, lust, wantonness, Il., Hdt.', 'key': 'maxlosu/nh'}