Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μαχαιροφόρος
Μαχάων
μαχετέος
μαχήμων
μάχη
μαχητής
μαχητικός
μαχητός
μάχιμος
μαχιμώδης
μαχλάς
μάχλος
μαχλοσύνη
μάχομαι
μαχομένως
μαψαῦραι
μαψίδιος
μαψιλόγος
μαψιτόκος
μάψ
μαψυλάκας
View word page
μαχλάς
μαχλάς μαχλάς, άδος, fem. of μάχλος, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μαχλάς
Headword (normalized):
μαχλάς
Headword (normalized/stripped):
μαχλας
IDX:
20382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20403
Key:
maxla/s
Data
{'content': 'μαχλάς\n μαχλάς, άδος,\n fem. of μάχλος, Anth.', 'key': 'maxla/s'}