Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαχαιροπώλης
μαχαιροπώλιον
μαχαιροφόρος
Μαχάων
μαχετέος
μαχήμων
μάχη
μαχητής
μαχητικός
μαχητός
μάχιμος
μαχιμώδης
μαχλάς
μάχλος
μαχλοσύνη
μάχομαι
μαχομένως
μαψαῦραι
μαψίδιος
μαψιλόγος
μαψιτόκος
View word page
μάχιμος
μάχιμος μάχῐμος (ᾰ), η, ον μάχομαι fit for battle, warlike, Hdt., Attic; οἱ μ. the fighting men, soldiery, and in Egypt the warrior-caste, Hdt.; τὸ μ. the effective force, Thuc.

ShortDef

fit for battle, warlike

Debugging

Headword:
μάχιμος
Headword (normalized):
μάχιμος
Headword (normalized/stripped):
μαχιμος
IDX:
20380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20401
Key:
ma/ximos

Data

{'content': 'μάχιμος\n μάχῐμος (ᾰ), η, ον\n μάχομαι\n fit for battle, warlike, Hdt., Attic; οἱ μ. the fighting men, soldiery, and in Egypt the warrior-caste, Hdt.; τὸ μ. the effective force, Thuc.', 'key': 'ma/ximos'}