Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαχαιρίς
μαχαιροποιεῖον
μαχαιροποιός
μαχαιροπώλης
μαχαιροπώλιον
μαχαιροφόρος
Μαχάων
μαχετέος
μαχήμων
μάχη
μαχητής
μαχητικός
μαχητός
μάχιμος
μαχιμώδης
μαχλάς
μάχλος
μαχλοσύνη
μάχομαι
μαχομένως
μαψαῦραι
View word page
μαχητής
μαχητής μᾰχητής, οῦ, μάχομαι a fighter, warrior, Hom.: Doric adj., μαχᾱτάς, warlike, Pind.

ShortDef

a fighter, warrior

Debugging

Headword:
μαχητής
Headword (normalized):
μαχητής
Headword (normalized/stripped):
μαχητης
IDX:
20377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20398
Key:
maxhth/s

Data

{'content': 'μαχητής\n μᾰχητής, οῦ,\n μάχομαι\n a fighter, warrior, Hom.: Doric adj., μαχᾱτάς, warlike, Pind.', 'key': 'maxhth/s'}